- κροσέ
- το1. βελόνα από μέταλλο, ξύλο ή κόκαλο, με τη μια άκρη αγκιστρωτή2. το πλεκτό που πλέκεται με αυτήν τη βελόνα3. είδος χτυπήματος στην πυγμαχία.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. crochet < μσν. γαλλ. crochet, υποκορ. τού μσν. γαλλ. croche, πιθ. σκανδιναβικής προελεύσεως].
Dictionary of Greek. 2013.